- πανδοξία
- πανδοξία1 absolute glory
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἔστι δ' ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον N. 1.11
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πανδοξία — ἡ, Α [πάνδοξος] πλήρης, απόλυτη δόξα («ἔτσι δ ἐν εὐτυχίᾳ πανδοξίας ἄκρον», Πίνδ.) … Dictionary of Greek
πανδοξίας — πανδοξίᾱς , πανδοξία absolute fame fem acc pl πανδοξίᾱς , πανδοξία absolute fame fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)